Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΑΨΕ ΠΑΝΤΟΥ ΦΩΤΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΨΕΙ (μες στην ψεύτικη πίστη και την άγονη ελπίδα σου)

 Θα γράψω έναν ύμνο γι’ αυτόν

Που πέρασε κάποτε μέσα σου και είπε   Πως ήσουν εσύ

Καιρό πριν απ’ την αποσφράγισή σου

Ίσως και χρόνια έπειτα που ’χεις πεθάνει.

 

Έναν ύμνο γι’ αυτόν   Ένα ποίημα

Που αν πέρασε ποτέ δεν ήταν μέσα σου

Που άναψε παντού φωτιές για να σε κάψει

Μες στην ψεύτικη πίστη και την άγονη ελπίδα σου.

 

Το ανύπαρκτο δεσπόζει στο υπαρκτό

Το αόρατο δεσπόζει στο ορατό

Ο Θεός κι ο αόρατος στρατός δεσπόζουν.

 

Έτσι έρχονται οι αιώνες περνούν οι αιώνες

Κι εσύ καρφωμένος στο ακίνητο κέντρο

Έχοντάς τα όλα ζήσει

Στην πράξη στην ανάμνηση του μέλλοντος χρόνου

Κρατάς κατά κει που φωτίζουν τα χιόνια

Μιας πολύχρωμης κι άδειας λευκότητας.

 

Τι δροσερό σκοτάδι τι ερμιά

Η νύχτα η μέρα σου το λαμπρό μεσημέρι

Θρέφει τα ζώα σου τα τέρατα σου εσένα

Που πάτε τρέμοντας στον κρύο βοριά.

 

Θα γράψω κάποτε έναν ύμνο γι’ αυτόν

Που φώλιασε σ’ εμένα κι ήταν

Ψυχρή ψυχή κι υγρό σκοτάδι

Γι’ αυτόν που ήσουνα και που θα είσαι

Αυτόν που πίστεψες και σε πιστεύει

Αυτόν που απάτησες και σ’ απατά·

Γι’ αυτή την άθλια ματωμένη απάτη.

[Η ΑΠΑΤΗ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977 – κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή μ’ αντιγραφή κι επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: Αντώνης Φωστιέρης ΠΟΙΗΣΗ 1970-2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 


Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιερη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Περπατάω έρημος στη νυχτωμένη λεωφόρο

Έχοντας μια μαύρη γάτα στην κλειστή αγκαλιά μου

(Ίσως την ψυχή μου ίσως το φόβο μου

Ίσως την πλήξη ίσως την τρέλα

Ίσως ακόμα αυτό το ποίημα

Που αίλουρος πετάχτηκ’ έξαφν’ από τα θάμνα

Πάνω στο στήθος μου)

 

Μεγάλος κι έρημος στη νυχτωμένη λεωφόρο

Σαν ένας κώδωνας κενού πάνω στη θάλασσα του νου μου

Λουλούδι μεταφυσικό του εντός μου κήπου

Που μάταια ξεφυλλίζεται μες στο σκοτάδι.

 

Πίσω μου ακούω σύρσιμο τροχών

Φοβάμαι να κοιτάξω

Θα ’ναι ο Θεός με το ποδήλατο στη βραδινή του βόλτα

Θα ’ναι το τανξ του χρόνου που θα με ισοπεδώσει

Μέσα μου νιώθω λιώνουνε οι λέξεις σε ψηλή φωτιά

Οι μέρες που περάσανε μέσα μου λιώνουν

Κι εγώ που πόθησα την πιο βαθιά ζωή της ομορφιάς

Γυρνάω έρημος στον νυχτωμένο δρόμο των ωρών μου

Καπνίζοντας την υποχθόνια λύπη αυτού του κόσμου

Που αυτοκτονεί με πλήξη και με τρέλα

Μ’ ένα μεγάλο πήδημα

Στ’ απύθμενο φαράγγι αυτής τη γης –

Καίγοντας τ’ όνομά του σ’ ένα παραλήρημα

Χαράζοντας τις φλέβες των ελπίδων του

Ποτίζοντας με τ’ ακριβό τους αίμα ως τα φύλλα του

Το δένδρο Απελπισία

 

Ή ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΟΡΑ ΤΩΝ ΓΥΡΩ;

Κι εκεί που στρίβεις ξαφνικά

Το δρόμο του σπιτιού σου

Βρίσκεις στη θέση του μια τρύπα ένα βαθύ βγαλμένο δόντι

Και ο αέρας που ορμάει απ’ τα ανοιχτά παράθυρα της νύχτας

Σε πλαταγίζει στο κοντάρι μαύρης έκπληξης.

 

Κύριε το σπίτι μου αναλήφθηκε πριν από μένα κι έμεινα

Μια διάχυτη αίσθηση αηδίας κι άδειου

Το σπίτι φουσκωμένο ασκί αιωρείται απάνω

Χιλιάδες μάτια το πυροβολούν θα το τρυπήσουνε

Οι μεθυσμένοι άγγελοι το κατοικήσαν

Τα κόκαλά του ασπρίζουνε στην κρύα ερμιά.

 

Κοίτα τις ρίζες του πότε δε σκέφτηκα

Πως είναι από σκοτάδι και σκαμμένο χώμα

Το σπίτι το αστρικό του σώμα ταξιδεύει απάνω

Αερόστατο της φαντασίας ή της απόγνωσης

Που φέγγει ανεπανόρθωτα στην απουσία του

-Ή μήπως είναι η απουσία των πραγμάτων

Δικιά μας απουσία που καθρεφτίζεται

Στην αναχώρηση και τη φθορά των γύρω;

 

Ποιος αγαπάει τα υπάρχοντα

Το σύμπαν βράζει κι εξαχνούται τρέμοντας

Στις αχανείς εκτάσεις του φωτιές αιώνων

Άφατη νοσταλγία με σέρνει ως τα μεσάνυχτα

 

Το σπίτι α το σπίτι μου

Η μουσική ψηλώνει ως εκεί πλατύφυλλο φυτό

Στους τοίχους που αντηχούν τα τελευταία μου λόγια

Τα τελευταία τα κουρασμένα λόγια που έχω πει

-Γιατί κι εγώ αιωρούμαι πάνω από το ύψος μου

Με την ουρά του μ’ άρπαξε και με σηκώνει ατσάλινος

Ο γαλαξίας των άφαντων πραγμάτων.

[ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΙΓΙΝΗΤΟΥ 46 από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977 ]

 

ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Ένα τραίνο κροταλίζοντας περνάει απ’ το μυαλό μου

Γεμάτο ταξιδιώτες προς το θάνατο.

Στο μπροστινό βαγόνι όρθιος ο Χριστός

Διαβάζοντάς τους μεταφυσικά ποιήματα

Κι εσείς που γνώρισα κι εσείς που δεν σας είδα

Έντρομοι με τα μέσα μάτια σας στα τζάμια

Κι εσύ καταραμένε κόσμε μου

Κάρβουνο  - κάρβουνο να καίγεται στα έγκατα.

 

Κι απάνω η νύχτα, ένα κουβούκλιο επιταφίου.

 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο

Εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια.

Τα κόκαλά του φρίξαν απ’ το κρύο

Γέμισαν τρύπες απ’ το πείσμα του αμετάκλητου.

 

Ένα παιδί σηκώνεται τη νύχτα απ’ το κρεβάτι του

Ανοίγει τις κουρτίνες στο φεγγάρι

Τ’ άγριο φως το τρόμαξε υπνοβατεί στη στέγη

Λίγο ακόμα θ’ ανεβεί στα σύννεφα

Λίγο ακόμα θα ξηλώσει τ’ άμφια του Θεού.

 

Ψέματα ψέματα ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο

Οι αιώνες κελαρύζουν μέσα του κρύο νερό

Οι αιώνες στα μηνίγγια του βουίζουν μέλισσες

Μυρμήγκια οι αιώνες γύρω από το στρώμα του

Λίγο ακόμα θα ξεσκίσει την κουρτίνα του ύπνου του

Θα σηκωθεί ν’ αγκαλιαστούμε κλαίγοντας.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Ίσως μια μέρα αποδειχθεί

Πως το φθινόπωρο αυτό

Ήταν η άνοιξη ενός άλλου φθινοπώρου.

 

Έτσι περνούν οι εποχές

Η μια βαθιά μέσα στην άλλη

Ένα τόπι υφάσματος ένα ίδιο τοπίο

Ο ακαθόριστος καιρός που καθορίζεται

Στο μέλλον μόνο

Που καπνίζει αμέριμνο

Ήδη σκαλίζοντας τις άγρυπνες φωτιές

Της κόλασής του.

 

Συνείδηση του χρόνου μου.

Ανατινάζοντας τα μέγαρα των αιώνων –

Πέτρες και σίδερα.

 

ΕΤΣΙ ΠΕΡΝΟΥΝ

1

Έτσι περνούν οι εποχές περνούν οι εποχές

Η μια το μέσα πρόσωπο της άλλης

Τα σπίτια ταξιδεύουνε στους δρόμους

Οι δρόμοι αναχώρησαν προς τα εμπρός

Τέτοια ιλιγγιώδης μετατόπιση σημειωτόν

Τέτοιο κενό τέτοια υπερκόσμια τρέλα

2

Μα πώς;

Τα πράγματα γυρνούν τα πράγματα έρχονται

Τα πράγματα ζητάνε τη φωνή σου ορμούν και φεύγουν

Πάντα παρόντα πάντα απόντα πάντα υπάρχοντα

Σ’ αυτή την άγρια σκοτεινή τους επανάληψη

Μα πώς –

Δεν είχες λοιπόν λογαριάσει το κέρδος

Δεν είχες αθροίσει ποτέ τα ενδεχόμενα;

3

Και περνούν οι εποχές και σφυρίζουν υπέροχα

Μ’ ένα υπέρηχο σφύριγμα μ’ ένα ψιλό

καμπανάκι κινδύνου – μα πώς

Μες στην τόση ησυχία την ήρεμη έρημο πώς

Δε σφυρίζουν τα τρένα δε φτάνουν τα τρένα

Τα τρένα ποτέ δεν ακούγονται

Δεν

4

Θυμάμαι τις μέρες που είδα θυμάμαι βεβαίως

Τον αιφνίδιο θάνατο

Ήταν πριν γεννηθώ. Πριν γεννήσω

Πολύ πριν την απάτη πολύ-πολύ

Πριν

5

Εί-μαι. Πολύ· και σχεδόν· και καθόλου.

Και τώρα· και ναι και γιατί.

Και εί-μαι. Και είμαι. Κι αν είμαι.

Και πώς. Και προς τι.

6

Α ναι. Οι πεθαμένοι.

Που τρύπησε το αίμα τους και αδειάσαν

Σκοτεινό νερό. Και δεν κοιτάνε πια

Με βλέμμα φοβισμένο  δε σηκώνονται.

Είναι μια μάζα τώρα ένα πολτός μια αλοιφή

Άλλη αφή

Άλλη όραση

Εικόνα ασπρόμαυρη

Στα φιλντισένια μάτια ενός τυφλού.

7

Ποιος είπε οι εποχές περνούν οι εποχές έρχονται

Οι εποχές η μια με ρίζες στην καρδιά της άλλης

Ποιος περπατάει σ’ αυτό το ποίημα ποιος το διάβασε

Και ποιος μετά από χρόνια σ’ άλλην εποχή

Θα το διαβάσει

Ποιος

Στην έρημη έρημο την άγρια έρημο

Ποιος ξέρει κάποτε πως ίσως το διαβάσει

Ποιος.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

 

ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

1

Ξεθάβοντας επιγραφές του μέλλοντος

Λουλούδια που είπαν καλημέρα κι έγειραν

Ο μίσχος μαραμένος πριν απ’ τη σπορά

Χωράφια πριν τον κήπο κι έπειτα

Μια θάλασσα τα κατακλύζει

Σβήσαν.

2

Σ’ είκοσι χρόνια θα ’χω πει

Κρυφά στ’ αυτί της μοίρας μου τον μάγο λόγο

Θα ’χω βρει

Τον τρόπο να τον πω

Λιωμένος χρόνια πριν ή παίζοντας

Σοφά παιχνίδια  αιφνίδια ή

Γυρνώντας με κυρίες ώριμες

Μικρές εκπλήξεις

Βάζοντας μπροστά τη μηχανή

Μπίρες καφέδες και γραφεία καπνοί

μες στους καπνούς

Τσιγάρα

Κάποτε

Θα βρω τον τρόπο να τα πω

Στο χώμα μέσα στον αέρα πάνω

Ξέχασ’ τα

Όλα καθώς τα ξέχασα

Σκιά

Μες στις σκιές

Κανείς δεν ξέρει

Κάποτε

Ήμουν αυτός που γράφει τώρα

Χάθηκα

Γεννήθηκα σ’ εσένα μέσα

Μένω.

3

Επιγραφές του παρελθόντος μέλλοντος

Μηχανικά λουλούδια που έγειραν

Και τσάκισαν τα πόδια μου στον πόλεμο

Και τ’ άλλα τρυφερά που γείρανε

Στον τάφο του πατέρα μου ποιος ήξερε

Πόσο τ’ αγάπησα το γκρεμισμένο σπίτι

Αυτά που πέσαν απ’ τα χέρια μου

Ή μου τα ’στειλαν

Χτες στη γιορτή μου μες στα φώτα

Αλλά στον τάφο μου

Κι αυτά κι εκείνα εδώ στους γύρω τάφους

Κι αυτά που απόψε θα χαρίσω

Στο κορίτσι μου.

4

Τότε λοιπόν

Εικοσιτριώ  χρονώ να γράφει ποιήματα

Νύχτες και νύχτες στην Αθήνα

Έπειτα έφυγε

Και φεύγουν φίλοι κι άλλοι φίλοι που έρχονται

Τα γυναικεία πρόσωπα μες στον αέρα

Φεύγει

(Μα πάντα εκεί)

Τον βλέπω και με βλέπει

(Ο ανόητος)

Κατασκοπεύει ενώ κατασκοπεύω

Κρύβεται

Μεταμφιέζεται αλλά πού

Τον βρίσκω τον σηκώνω κρύβεται

Πυροβολώ ενώ πυροβολεί

Σκοτώνεται –

Θαμμένος χρόνια

Κάποτε

τον γνώρισα στο δρόμο

Αλλά:

Δεν είναι αυτός

Ένα παιδί μακριά μαλλιά και γένια και

Καθώς γελάει τρομάζω

Γέλασα

Δεν τον ξανάδα πια

Δεν είναι.

5

Σ’ είκοσι χρόνια πρέπει να ’χω πει

Τη λέξη που μου είπε

Ή που την είπα δεν θυμάμαι

Που έλιωσε

Στο στόμα μου πριν του την πω

Του φώναξα

Σ’ ακούω σ’ ακούω

Κι εκείνος Δεν μ’ ακούς

Του φώναξα

Με τ’ ανοιγμένο στόμα του

Μάτια κλειστά

Κι αίφνης γινόταν μια σιωπή μια διακοπή την έβλεπα –

Όπως στα φιλμς στον ύπνο ή στα ποιήματα

Όπως

 

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στον μέλλοντα χρόνο μου έχω κιόλας πεθάνει

Αναδύομαι τώρα σε γυάλινες πόλεις

Σε πόλεις νεκρές ζωντανές που ριζώσαν τα σύννεφα

Πέτρινα που

Τ’ όνομά τους ξεχάσαν

Και τα παίρνει ο ελάχιστος άνεμος και ούτε ποτέ

Θα γυρίσουν.

 

Σ’ ένα σύννεφο μια μηχανή

Κόβει ανθρώπους

Και πέφτουν

Βροχή

Και δροσιά και χαλάζι

Μια ριπή ένας αέρας

Ο αντίστροφος θάνατος

Η σάπια κοιλιά

Η ακόρεστη μήτρα.

 

Έλα τώρα λοιπόν

Καβαλάρης σε σύννεφο έλα

Καυτηρίασε τούτη τη μήτρα

Καυτηρίασε αυτή την κοιλιά

Όχι θάνατος όχι

Η αντίστροφη να ’σαι ζωή

Ούτε η ποίηση να ’σαι

Ούτε ούτε.

 

Στον καιρό που θα ’ρθει έχω κιόλας πεθάνει

Νεκρός δροσερός στα σκοτάδια μου είναι

Πηδώντας με άνεση τ’ άγνωστα εμπόδια

Όχι θάνατος όχι

Ένας πριν θριαμβευτής ένα πείραμα ένας

κανένας

Όχι ποίημα όχι

Βιβλίο ψωμί επανάσταση όχι –

Ποτάμι ξερνώντας τις μέρες που είδα

Τις πόλεις που γνώρισα

Σύννεφα σύννεφα

Ένα πολτό

Τις φωνές σας ξερνώντας τα χαμένα σας πρόσωπα.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

 

ΣΤΟΝ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΧΡΟΝΟ ΜΟΥ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Έλα λοιπόν

Στον μέλλοντα χρόνο μου δεν θα με βρεις

Όμως έλα

Τράβα το νήμα όλων των πράξεων που μένουν

Εξάντλησέ με ως τη μεγάλη δυνατότητα.

Οι φλέβες μου τρέχουνε μαύρο νερό

Το ρεύμα γυρνάει και λιώνω

Και λιώνουν οι πόλεις τα υπέρυθρα κτίρια

Οι πέτρες οι στέγες τους λιώνουν

Το μέταλλο λιώνει κι αυτό

Της φωνής μου.

 

Με περνάει ένα υπερκόσμιο φως.

Ένα υπέρλαμπρο

Ένα φως σκοτωμένο.

Ένα μαύρο.

 

Έλα τώρα λοιπόν

Όμως έλα

Στο παρόν παρελθόν

Όμως έλα

Όχι θάνατος ύπνος εξαϋλωση

Εξιλέωση όχι

Καυτηρίασε τούτο το γέλιο

Καυτηρίασε αυτή την πλευρά

Σταματώντας το γέλιο τη μάταιη καρδιά

Το υπέρυθρο αίμα.

 

Από τώρα στον μέλλοντα χρόνο μου έχω πεθάνει

Νεκρός δροσερός στα σκοτάδια μου είμαι

Όχι «Λήθη» ,«Ανάμνηση», «Αλήθεια»

«Θα σκεφτώ», «Θα σου πω», «Δεν το ξέρω»

«Σ’ αγαπώ», «Έως πότε», «Ποτέ»

Όχι «Ναι» όχι «Όχι»

Καβαλάρης πηδώ τα υπέροχα εμπόδια

Καβαλάρης γενναίος σε γυάλινες πόλεις

Σε πόλεις νεκρές ζωντανές

Που βουλιάζουν σε σύννεφα σύννεφα που

Ίσως ναι ίσως όχι

 

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 

Είσαι στο βάθος και σ’ ακούω που τραγουδάς

Ένα τραγούδι εξαρθρωμένο δίχως φθόγγους.

Ένα τραγούδι από κείνα που αγαπάς

Τα ματωμένα, με αποστήματα και όγκους

 

Το πρόσωπό σου τα δαγκώνουνε πουλιά

Και μες στα μάτια σου κουρνιάζουν φίδια.

Θα ’ρθω να πιω τ’ αρρωστημένα σου φιλιά

Να σε κεντρίσω μ’ αποτρόπαια παιχνίδια.

 

(Ξέρω ένα τραίνο που δεν πάει πουθενά

Έν’ αυτοκίνητο που πέρα θα σε πάρει.

Μια μουσική που ανατινάζει τα βουνά·

Ξέρω το κόκκινο που θα σε φάει ψάρι).

 

ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΥΣΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Εγώ είμ’ εγώ

Εσύ είσ’ εσύ μπορεί και να ’σαι ο άλλος

Ο χρόνος η βαθιά στοά το διαμπερές μου τραύμα

Ζωή το φίδι που άγρυπνο δαγκώνει την ουρά του

Το ποίημα ένας θόρυβος μια σφήκα στο κεφάλι μου

Ο κόσμος ο αράγιστος

Κι ο άγρια ρημαγμένος

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

«Η Ποίηση δεν γίνεται με Ιδέες» τιτλοφορεί ένα ποίημα του ο Αντώνης Φωστιέρης… «Ωραία Ιδέα» αναφωνεί λίγο παρακάτω…  Όμως «Μπορεί να γίνει Ποίημα;» αναρωτιέται, έχοντας έτοιμη την απάντηση: «Δύσκολο»!.. Μπορεί κι αδύνατο.. «Άρα σου μένει το αίσθημα… Το αίσθημα συντριβής για το αιώνιο θρίαμβο των αισθημάτων»!.. Και, ας μη γελιόμαστε, από «το Ποίημα βγαίνεις πάντα ζωντανός», είναι η κραυγή από άλλο ποίημα. Έστω πάνω σε άλγη, Εν Φαντασία και Λόγω, που θα έλεγε και ο Καβάφης. Γιατί, «πέρα απ’ την ηδονή της ηδονής, πέρα απ’ των πόθων των κρυφών τη δίνη» κι από την «υπεροψία και μέθη» μιας ζωής, «μια οδύνη θα χτυπάει το τζάμι της καρδιάς της αδειανής που δεν μπορεί καμιά χαρά να ηδύνει» αν δεν έχεις στις αποσκευές το πιο σπουδαίο, «την κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων» 

Παρασκευή, 12 Φεβρουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ